μεσοπόρος — μεσοπόρος, επικ. τ. μεσσοπόρος, ον (Α) 1. αυτός που προχωρεί στο μέσο 2. αυτός που προχωρεί ή ταξιδεύει διά μέσου τής θάλασσας ή τού αέρα («Πλειὰς μὲν ᾔει μεσοπόρου δι αἰθέρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πόρος (πρβλ. οδοι πόρος). Η… … Dictionary of Greek
μεσοπόρου — μεσοπόρος going masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσοπόροις — μεσοπόρος going masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοπορία — η (Α μεσοπορία) [μεσοπόρος] η μισή πορεία, το μέσο ολόκληρης τής πορείας νεοελλ. ναυτ. το κέντρο μιας ναυτικής παράταξης που πλέει σε γραμμή παραγωγής, το μεταξύ τής πρωτοπορίας και τής ουραγίας … Dictionary of Greek
μεσοπορώ — (Α μεσοπορῶ, έω) [μεσοπόρος] 1. πορεύομαι ή πλέω στο μέσο 2. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο τής πορείας, μεσοστρατίς αρχ. μτφ. (για φρούτο) δεν έχω ωριμάσει εντελώς, είμαι στη μέση τής ωρίμασης («μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
μεσσόπορος — μεσσόπορος, ον (Α) (επικ. τ.) βλ. μεσόπορος … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek